- εξελασία
- ἐξελασία, η (AM) [εξελαύνω]μσν.επίθεση, επιδρομήαρχ.1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.)2. εκστρατεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξελασίας — ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem acc pl ἐξελασίᾱς , ἐξελασία driving out fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελασίαν — ἐξελασίᾱν , ἐξελασία driving out fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)